ἀργυρεύω

ἀργυρεύω
ἀργῠρ-εύω,
A dig for silver, D.S.5.36, Str.3.2.9.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αργυρεύω — ἀργυρεύω, (Α) [άργυρος] σκάβω για να βρω άργυρο …   Dictionary of Greek

  • ἀργυρευόντων — ἀργυρεύω dig for silver pres part act masc/neut gen pl ἀργυρεύω dig for silver pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”